- λαμπαδηφόροι
- λαμπαδηφόροςtorch-bearermasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CEREUS — I. CEREUS Paschalis, in Communione Romana dicitur, cui in Sabatho Paschatis a Diacono benedicitur et qui novô igne accenditur, auctore Zosimô Pontifice Romano, ut Amalarius, Rupertus, Durandus, Sigebertus, volunt. Baronius vero ad A. C. 418. n.… … Hofmann J. Lexicon universale
λαμπαδάριος — Εκκλησιαστικός τίτλος που απονεμόταν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε δύο κατώτερους κληρικούς, έργο των οποίων ήταν η συντήρηση και ο καθαρισμός των λαμπάδων των εκκλησιών. Επίσης, οι λ. κρατούσαν τις λαμπάδες την ώρα που εισερχόταν ο… … Dictionary of Greek
λαμπαδηδρομία — Αγώνισμα μεταφοράς αναμμένης λαμπάδας, το οποίο κατά την αρχαιότητα ήταν διαδεδομένο σε διάφορες ελληνικές πόλεις. Στην Αθήνα, στις γιορτές των Παναθηναίων, το αγώνισμα αυτό αποτελούσε τιμητικό λειτούργημα, το οποίο οργάνωνε ο γυμνασίαρχος και… … Dictionary of Greek
λαμπαδηφόρος — ο (AM λαμπαδηφόρος) αυτός που παίρνει μέρος σε λαμπαδηφορία μσν. ο λαμπαδάριος αρχ. 1. κηροπήγιο 2. στον πληθ. οί λαμπαδηφόροι τίτλος θεατρικού έργου τού Φιλεταίρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπάς, άδος + φόρος (< φέρω). Το η τού τ. οφείλεται σε… … Dictionary of Greek